- λιγγούριον
- λιγγούριον, τὸ (Α)βλ. λυγγούριον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυγγούριον — και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α) 1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα τού ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα … Dictionary of Greek
ԼԻՆԳԻՐՈՆ — ( ) NBH 1 0886 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c, 14c ԼԻՆԳԻՐՈՆ կամ ՂԻՆԳԻՐՈՆ, որ եւ ԼԻԳԻՐՈՆ, ԼԻԳՐՈՆ, ԼԻԳՐԻՈՆ, ԼԻՒԳՐԻՈՆ. λυγκούριον, λιγγούριον lyncurium; electrum, quod e lyncis urina concrescit. Բառ յն. լինգուրիօն (որպէս թէ մէզ կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)